- ἐξυβρίσῃς
- ἐξυβρίζωbreak out into insolenceaor subj act 2nd sgἐξῡβρίσῃς , ἐξυβρίζωbreak out into insolenceaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγανάκτηση — (Νομ.).Σε αδικήματα απλής σωματικής βλάβης ή εξύβρισης, ο δράστης μπορεί να απαλλαγεί, αν αποδειχτεί ότι παρασύρθηκε στην πράξη του από δικαιολογημένη α. για κάποια εναντίον του ενέργεια του θύματος, ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση. * * * και… … Dictionary of Greek
δυσφήμηση — Νομικός όρος που αναφέρεται στη διάδοση μιας πληροφορίας που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη ενός άλλου προσώπου. Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η δ. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή και με τις… … Dictionary of Greek
θεσμοθέτες — Οι έξι από τους ανώτατους λειτουργούς της πολιτείας της αρχαίας Αθήνας οι οποίοι, μαζί με τον βασιλιά, τον πολέμαρχο και τον επώνυμο άρχοντα, αποτελούσαν τους εννέα ενιαύσιους άρχοντες. Το λειτούργημα του θ. καθιερώθηκε, για πρώτη φορά, περίπου… … Dictionary of Greek
Κουσουλάκος, Ευάγγελος — (Καλαμάτα 1861 – 1903). Δημοσιογράφος. Πρωτοεμφανίστηκε στις στήλες των εφημερίδων Ασμοδαίος, Άστυ και Χρόνος και έγραψε αξιόλογα σατιρικά ποιήματα με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Πελαργός. Διετέλεσε ανταποκριτής του Νεολόγου της Κωνσταντινούπολης… … Dictionary of Greek